- ῥακιοσυρραπτάδης
- ῥᾰκιοσυρραπτάδης [ᾰ], ου, ὁ,A rag-stitcher, of Euripides, who tricked out his heroes in rags, Ar.Ra.842.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρακιοσυρραπτάδης — ὁ, Α 1. αυτός που μαζεύει, που συγκεντρώνει και συρράπτει κουρέλια 2. (ως σκωπτική προσωνυμία τού Ευριπίδου) αυτός που ντύνει τους ήρωές του με κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + συρράπτω + κατάλ. άδης (πρβλ. συλλεκτ άδης)] … Dictionary of Greek
ῥακιοσυρραπτάδη — ῥακιοσυρραπτάδης rag stitcher masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)